Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ψαθυρός, -ή, -ό [Ιπποκράτης.]

         
brittle; fragile

         

Ερμηνεία:

Εύθρυπτος, εύθραυστος, π.χ. τα εύθρυπτα οστά που παρατηρούνται στην ατελή οστεογένεση, οsteogenesis ιmperfecta)

 



Ετυμολογία:



Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:



Συνώνυμα:







© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Φυσιολογία,: